Βλέπω τη σκιά του μολυβιού στο τετράδιο. Με πιέζει να γράψω.
Να προσπαθήσω έστω. Μέχρι και τα φύλλα του τετραδίου μυρίζουν.
Λευκές απρόσμενες σελίδες ελευθερίας στη ματαιότητα.
Τα ξεφυλλίζω ξανά και ξανά.
Ακούω την αναπνοή μου. Αισθάνομαι τον χτύπο της καρδιάς στα δάχτυλά μου
καθώς κρατάω το
μολύβι. Σαν να θέλει να βγει και να σκάσει πάνω στις σελίδες.
Να ελευθερωθεί. Παγιδευμένη στο σώμα τόσο καιρό. Πνίγεται.
Τη βλέπω απέναντί μου. Έχει βγει από μένα. Έχει πάρει μορφή. Στέκεται πάνω
σε μια σελίδα. Χτυπάει ακόμα. Σαν να περπατάει με ρυθμό. Και σε κάθε χτύπο
ξεφυσά αίμα με μανία.
Σαν να πετάς ένα κουτί κόκκινη μπογιά πάνω σε άσπρο τοίχο. Θα μπορούσε να
μοιάζει με οργισμένο πίνακα.
Οι χτύποι όλο και αδυνατίζουν.
Με κοιτά. Εξασθενημένη. Τελευταίοι χτύποι, τελευταίες πινελιές στον πίνακα
που δημιούργησε. Ένα τελευταίο έργο. Μια τελευταία ανάσα. Μια τελευταία
εικόνα.
Ξαπλώνουμε αντικριστά. Κυριευμένοι από μια αίσθηση λύτρωσης.
Κοιτάζω το τετράδιο, η σκιά του μολυβιού δεν φαίνεται πια…