Δεν ήμουν καλός στα σχέδια. Δεν είχα φαντασία. Έπρεπε να ξέρω, να
βλέπω...
Άδεια κενά ανάμεσα στα κείμενα˙ Άχρωμα.
Δεν είχα φαντασία, δεν χρειαζόταν, έλεγα.
Ήξερα,
έβλεπα˙
Νόμιζα, χωρίς να αφουγκράζομαι. Απλά άκουγα.
Συνήθισα˙ Χωρίς την ανάγκη να ψάξω για τη φαντασία
μου...
Τα κενά πλήθαιναν, μεγάλωναν, έγιναν σελίδες˙
Άχρωμες
άδειες,
Αφάνταστες.
Άρχισαν να καταλαμβάνουν χώρο, όσο μπορούσαν, σαν υγρά.
Έσβησαν τα κείμενα, πήραν τη θέση τους, τα 'πνιξαν.
Και πάλι συνήθισα˙
Από ανάγκη,
από φόβο,
απ' τις πιο όμορφες στιγμές που σε στοιχειώνουν.
Δε φεύγουν, δεν θα φύγουν.
Πρέπει να φανταστώ˙ Δεν τα καταφέρνω. Είναι πιο εύκολο να
σκέφτομαι˙
Τα ίδια κείμενα, Ν' ακούω την ίδια μουσική, να διαβάζω τα ίδια
βιβλία,
να κάνω την ίδια καθημερινή βόλτα, χωρίς να φαντάζομαι.
Μέχρι τα κενά να γίνουν γράμματα πάλι.